- καλονυχτίζω
- καλονυχτώ (ο) μετ. желать доброй ночи (кому-л.), прощаться κέ ночь (с кем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλονυχτίζω — βλ. καληνυχτίζω … Dictionary of Greek
καληνυχτίζω — και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω (Μ καληνυχτίζω και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω) αποχαιρετώ κάποιον το βράδυ λέγοντας του «καληνύχτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καληνύχτα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημ. Βικέλα] … Dictionary of Greek